Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



στίλβουσα


Ερμηνεία:

 [στίλβων, στίλβουσα, στίλβον, μετοχή ενεστώτα του ρ. στίλβω (λάμπω, γυαλίζω)] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) στίλβω, Καινή Διαθήκη: Ευαγγ. κατά Μάρκο]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του…[Πάσχα Ρωμέϊκο



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: