πῶς
Ερμηνεία:
[επιρρ. για ποιο λόγο, με ποιό τρόπο, ποια η πορεία ή η εξέλιξη, έκφραση έντονης απορίας ή έκπληξης]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) πως, Καινή Διαθήκη 104 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Πῶς ὄχι; [Ο έρωτας στα χιόνια]
…κ᾿ἐκεῖ, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐγεννήθη μία βασιλοπούλα, .... [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|