Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βρέχει


Ερμηνεία:

βρέχει [γ΄πρόσωπο ἑνικοῦ του  ἐνεστ. ριστ. τοῦ ρ. βρέχω] 

.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

[< (Ἀρχ.) βρέχω] π.χ. Bρέχει, βρχει κα χιονζει, κ παπς χειρομυλζει [Ὁ ρωτας στα χινια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: