ἡ, Ἡ
Ερμηνεία:
[ἑνικὸς του ὁριστικοῦ ἄρθρου θηλυκοῦ γένους (ὁ , ἡ, τό)]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν,μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡγειτόνισσα: [Ὁ ἔρωτας στα χιόνια].
… Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες…. [Ὁ ἔρωτας στα χιόνια].\
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|