σπίτι, τό
Ερμηνεία:
[κτίσμα, στὸ ὁποίο διαμένουν ἄνθρωποι, ἡ οἰκία, ἡ κατοικία, (μεταφορικά: ἡ οἰκογένεια)]
Ετυμολογία:
[Μεσαιων. ὀσπίτιον <(Λατινικὰ) hospitium]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούη ἡ γειτόνισσα:... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|