πόνον, τόν
Ερμηνεία:
[ο πόνος, του πόνου, οι πόνοι (το κακοπάθημα, ο κόπος, δυσάρεστο αίσθημα μετά από κτύπημα ή τραυματισμό ή ως σύμπτωμα νόσου)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη 4 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|