πολυλογού, ἡ
Ερμηνεία:
(ἀρσενικὸ ὁ πολυλογὰς) [ἡ φλύαρη, αὐτὴ ποὺ μιλάει ἀκατάπαυστα καὶ γίνεται κουραστικὴ στοὺς ἀκροατὲς της]
Ετυμολογία:
[πολύς + λόγος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού καὶ ψεύτρα, δὲν ...[Ο έρωτας στα χιόνια]
.. ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ... [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|