ναύτης
Ερμηνεία:
[ναύτης, ναυτικός, ο ‘‘θαλασσινός’’, ο μη βαθμοφόρος ναυτικός]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.)< ναύτης, του ναύτου < η ναῦς (το πλοίο), Καινή Διαθήκη: 3 φορές στις Πράξεις των Αποστόλων]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης….. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|