μακρύ, το
Ερμηνεία:
μακρύς, μακρυά, μακρύ (αυτός που έχει μεγάλο μήκος ή διάρκεια)
Ετυμολογία:
[ Μεσαιων. [< (Όμηρ.) μακρός, -ή, -όν < μᾶκος (μῆκος, μάκρος), Καινή Διαθήκη: 46 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Σοκάκι μου μακρὺ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου. Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως: Γειτόνισσα, γειτόνισσα ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|