μέσα
Ερμηνεία:
[τοπικό ή χρονικό επιρρ. που δηλώνει εντος, στο εσωτερικό κάποιου χώρου ή κάποια χρονική περίοδο]
Ετυμολογία:
[< (Μεσαιων.) μέσα, μες < (Όμηρ.) μέσος, μέση, μέσον, Καινή Διαθήκη: 56 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
....νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|