καράβι, τό
Ερμηνεία:
[πλοίο, ιστιοφόρο πλοίο]
Ετυμολογία:
[(Αρχ.) ο κάραβος (καραβίδα, γαρίδα) < Μεσαιων. καράβιον]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
….Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|