εὐθύμως
Ερμηνεία:
[τροπ. επίρρ. (με ευθυμία)]
Ετυμολογία:
[<Καινή Διαθήκη: εὔθυμος, -ον (Πρ. Αποστ. 27,36)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|